- πολύνοσος
- πολύνοσοςliable to many sicknessesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύνοσος — ον, ΜΑ επιρρεπής σε πολλές νόσους, πολύ φιλάσθενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νοσος (< νόσος), πρβλ. ά νοσος, νευρό νοσος] … Dictionary of Greek
πολυνόσου — πολύνοσος liable to many sicknesses masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυνόσους — πολύνοσος liable to many sicknesses masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύνοσοι — πολύνοσος liable to many sicknesses masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυνοσώ — έω, Α [πολύνοσος] πάσχω από πολλές νόσους, έχω πολλές αρρώστιες … Dictionary of Greek